- χαλκονόμισμα
- το, -ατοςτο χάλκινο νόμισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκονόμισμα — το, Ν χάλκινο νόμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + νόμισμα (πρβλ. χαρτο νόμισμα). Η λ., στον πληθ. χαλκονομίσματα, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek